Θυρεοειδής


Υπoθυρεοειδισμός

Τι είναι

Ο υποθυρεοειδισμός είναι μια κατάσταση στην οποία ο θυρεοειδής αδένας δεν παράγει επαρκή ποσότητα θυρεοειδικών ορμονών για να καλύψει τις ανάγκες του οργανισμού.

Ποιες είναι οι αιτίες

Η συχνότερη αιτία του υποθυρεοειδισμού στις αναπτυγμένες χώρες είναι η αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα ή αλλιώς θυρεοειδίτιδα Hashimoto. Σε αυτήν την περίπτωση το σώμα παράγει αντισώματα (αυτό-αντισώματα) που επιτίθενται κατά του θυρεοειδούς και μπορούν να προκαλέσουν προοδευτική καταστροφή του οργάνου. Υποθυρεοειδισμός μπορεί να προκληθεί και από μεγάλη έλλειψη ιωδίου, καθώς οι θυρεοειδικές ορμόνες που απελευθερώνονται από το θυρεοειδή έχουν σα δομικό τους συστατικό και μόρια ιωδίου. Κάποιες φορές ο υποθυρεοειδισμός προκαλείται και στα πλαίσια θεραπευτικής αντιμετώπισης κάποιας προϋπάρχουσας νόσου. Έτσι μετά από χειρουργική αφαίρεση του θυρεοειδούς αδένα, μετά από θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο ή μετά από ακτινοβόληση της περιοχής του τραχήλου προκύπτει υποθυρεοειδισμός. Λιγότερο συχνά, υποθυρεοειδισμός μπορεί να εμφανιστεί μετά τη λήψη συγκεκριμένων φαρμάκων ή στα πλαίσια μιας τοπικής φλεγμονής του οργάνου που έπεται λοίμωξης του ανώτερου αναπνευστικού και συνοδεύεται από έντονο άλγος στην περιοχή του τραχήλου (υποξεία θυρεοειδίτιδα). Σε σπάνιες περιπτώσεις, ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να οφείλεται σε δυσλειτουργία της υπόφυσης, του αδένα δηλαδή εκείνου που ρυθμίζει την φυσιολογική λειτουργία του θυρεοειδούς. Τέλος, σπανιότατα, ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να οφείλεται σε συγγενή απλασία του οργάνου στη διάρκεια της ανάπτυξης του εμβρύου στη μήτρα και τότε προκαλείται ο κρετινισμός.

Ποια είναι τα συμπτώματα

Καθώς ο θυρεοειδής είναι πρακτικά υπεύθυνος για την λειτουργία πολλών οργάνων και συστημάτων του οργανισμού, η ανεπαρκής του λειτουργία μπορεί να εκδηλωθεί με μια ποικιλία συμπτωμάτων. Συχνά τα άτομα που πάσχουν από υποθυρεοειδισμό παραπονούνται για αυξημένη κόπωση, υπνηλία και νωθρότητα, για καταθλιπτική διάθεση, διαταραχές της μνήμης, μυϊκούς πόνους και αδυναμία, για ήπια αύξηση του σωματικού τους βάρους και οιδήματα, για βραχνάδα στη φωνή, υπερευαισθησία στο κρύο, ξηροδερμία, τριχόπτωση και εύθρυπτα νύχια ή για δυσκοιλιότητα. Στις γυναίκες ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να προκαλέσει διαταραχές του κύκλου ενώ αποτελεί και αίτιο μειωμένης γονιμότητας. Σε ασθενείς με υποθυρεοειδισμό μπορεί να παρατηρηθεί παράλληλα βραδυκαρδία και αύξηση της χοληστερόλης του αίματος. Πολλά από τα παραπάνω συμπτώματα είναι μη ειδικά, η διερεύνησή τους όμως πρέπει να περιλαμβάνει και τον έλεγχο των ορμονών του θυρεοειδούς.

Πώς γίνεται η διάγνωση

Η διάγνωση του υποθυρεοειδισμού γίνεται με την εξέταση ορμονών στο αίμα. Αδρά, αν η TSH είναι αυξημένη και η ελεύθερη (μη προσδεδεμένη σε πρωτεΐνες και κατά συνέπεια βιολογικά ενεργή) θυροξίνη (fT4) μειωμένη, τότε το άτομο πάσχει από κλινικό υποθυρεοειδισμό. Στην αρχή της νόσου μπορεί η TSH να είναι αυξημένη, ενώ η fΤ4 παραμένει ακόμα φυσιολογική. Τότε μιλάμε για υποκλινικό υποθυρεοειδισμό. Με τη μέτρηση των αντισωμάτων anti-TPO και anti-Tg διερευνάται το αίτιο του υποθυρεοειδισμού. Ένα συμπληρωματικό υπερηχογράφημα τραχήλου μπορεί να δώσει πληροφορίες για την ανατομική εικόνα του οργάνου. 

Πώς αντιμετωπίζεται

Η θεραπεία του υποθυρεοειδισμού έγκειται στο να χορηγήσουμε εξωγενώς τις θυρεοειδικές ορμόνες που δεν μπορεί να φτιάξει ο οργανισμός. Η θυροξίνη, το φάρμακο δηλαδή που χορηγείται, δεν θεραπεύει την υπολειτουργία του οργάνου αλλά υποκαθιστά αυτό ακριβώς το έλλειμμα των ορμονών. Έτσι στην μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων η θεραπεία αυτή είναι χρόνια. Ωστόσο, καθώς οι ανάγκες του οργανισμού μας διαφοροποιούνται σε πολλές περιπτώσεις, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την κύηση και τη γαλουχία, την εμμηνόπαυση, αλλά και τις μεγάλες μεταβολές του σωματικού βάρους, η δόση της θυροξίνης μπορεί να χρειαστεί να αλλάξει πολλές φορές για να ανταποκριθεί στις εκάστοτε ανάγκες του οργανισμού. Έτσι άτομα που λαμβάνουν αγωγή υποκατάστασης με θυροξίνη πρέπει να ελέγχουν σε τακτά χρονικά διαστήματα τα επίπεδα των ορμονών στο αίμα τους και να συμβουλεύονται τον ενδοκρινολόγο τους για τυχόν ανάγκη τροποποίησης της δόσης του φαρμάκου. Η επαρκής θυρεοειδική ρύθμιση είναι απαραίτητη για την σωστή λειτουργία πολλών οργάνων και συστημάτων του οργανισμού και για την ποιότητα ζωής. 

Υπερθυρεοειδισμός

Τι είναι

Στον υπερθυρεοειδισμό ο θυρεοειδής αδένας παράγει υπερβολική ποσότητα θυρεοειδικών ορμονών σε σχέση με τις μεταβολικές ανάγκες του οργανισμού.

Ποιες είναι οι αιτίες

Μια από τις συχνότερες αιτίες υπερθυρεοειδισμού είναι η νόσος Graves. Σε αυτήν την περίπτωση το σώμα παράγει αντισώματα (αυτό-αντισώματα) που διεγείρουν τον θυρεοειδή να παράγει θυρεοειδικές ορμόνες. Αρκετά συχνά, ο υπερθυρεοειδισμός μπορεί να προκληθεί λόγω ενός ή περισσότερων όζων του θυρεοειδούς που ανεξέλεγκτα («αυτόνομα») υπερπαράγουν τις θυρεοειδικές ορμόνες. Στα σπανιότερα αίτια συγκαταλέγονται ο ιατρογενής υπερθυρεοειδισμός λόγω εξωγενούς χορήγησης θυρεοειδικών ορμονών και η λήψη φαρμάκων όπως αμιωδαρόνη ενώ παροδικός υπερθυρεοειδισμός παρατηρείται και στην αρχική φάση της υποξείας θυρεοειδίτιδας λόγω της καταστροφής των θυρεοειδικών κυττάρων και την απελευθέρωση μεγάλων ποσοτήτων θυρεοειδικών ορμονών στην κυκλοφορία.

Ποια είναι τα συμπτώματα

Η αυξημένη παρουσία θυρεοειδικών ορμονών οδηγεί σε ενεργοποίηση του μεταβολισμού και υπερλειτουργία πολλών συστημάτων του σώματος. Έτσι οι ασθενείς με υπερθυρεοειδισμό έχουν συχνά αυξημένη όρεξη και παράλληλα παρατηρούν μη επιθυμητή απώλεια βάρους. Επίσης αυτοί οι ασθενείς μπορεί να παραπονεθούν για αίσθημα παλμών και ταχυκαρδία, δυσανεξία στη ζέστη, εφίδρωση, τρόμο των χεριών, ευερεθιστότητα, διαταραχές στον ύπνο, διάρροια, ερεθισμό στα μάτια και εξόφθαλμο (σε νόσο Graves). Στις γυναίκες ο υπερθυρεοειδισμός μπορεί να προκαλέσει διαταραχές του κύκλου ενώ αποτελεί και αίτιο μειωμένης γονιμότητας. Σε ασθενείς με υποθυρεοειδισμό μπορεί να παρατηρηθεί παράλληλα αρτηριακή υπέρταση και διαταραχές του μεταβολισμού της γλυκόζης.

Πώς γίνεται η διάγνωση

Η διάγνωση του υπερθυρεοειδισμού απαιτεί την μέτρηση των θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα. Αδρά, εδώ οι ελεύθερες θυρεοειδικές ορμόνες fT4 και fT3 είναι συχνά αυξημένες, ενώ τα επίπεδα της TSH είναι πολύ χαμηλά. Για την διερεύνηση του αιτίου του υπερθυρεοειδισμού απαιτούνται και περαιτέρω εργαστηριακές και απεικονιστικές εξετάσεις, όπως ο προσδιορισμός αυτό-αντισωμάτων (TSI αλλά και anti-TPO), ένα υπερηχογράφημα του θυρεοειδούς αλλά και ένα σπινθηρογράφημα του οργάνου.

Πώς αντιμετωπίζεται

Η αρχική αντιμετώπιση της υπερλειτουργίας του θυρεοειδούς περιλαμβάνει στις περισσότερες περιπτώσεις φαρμακευτική αγωγή με ουσίες που εμποδίζουν την σύνθεση των θυρεοειδικών ορμονών (θυρεοστατικά φάρμακα - μεθιμαζόλη, καρβιμαζόλη, προπυλθειουρακίλη) σε σταδιακά μειούμενη δόση για 1-2 έτη και κατά περίπτωση συμπληρωματικά φάρμακα για συμπτωματική θεραπεία (π.χ. για την αντιμετώπιση της ταχυκαρδίας). Σε πολλές περιπτώσεις όμως, η παραπάνω φαρμακευτική αγωγή δεν επιτυγχάνει και την οριστική θεραπεία της νόσου. Αυτή μπορεί να επιτευχθεί κυρίως με χειρουργική αφαίρεση του οργάνου ή με θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο. Οι δύο αυτές επιλογές έχουν τόσο πλεονεκτήματα όσο και μειονεκτήματα και η τελική επιλογή πρέπει να γίνει με συνεκτίμηση του αιτίου αλλά και της βαρύτητας της νόσου, της ηλικίας και των συννοσηροτήτων του ασθενούς αλλά και της επιθυμίας του. Εξαίρεση στην παραπάνω θεραπευτική προσέγγιση αποτελεί ο παροδικός υπερθυρεοειδισμός στην υποξεία θυρεοειδίτιδα, όπου η θεραπεία περιλαμβάνει τη χορήγηση αντιφλεγμονωδών φαρμάκων ή και κορτικοστεροειδών με ταυτόχρονη παρακολούθηση της λειτουργίας του θυρεοειδούς. 

Καλοήθεις και κακοήθεις όζοι του θυρεοειδούς

Τι είναι

Οι όζοι του θυρεοειδούς είναι πολύ συνηθισμένο εύρημα στον γενικό πληθυσμό. Πρόκειται για μικρούς όγκους μέσα στον θυρεοειδή αδένα, στην μεγάλη πλειοψηφία τους καλοήθεις. Μπορεί να είναι συμπαγείς ή κυστικοί και να εμφανίζεται μόνον ένας ή περισσότεροι μαζί (πολυοζώδης βρογχοκήλη).

Ποιες είναι οι αιτίες

Το αίτιο της δημιουργίας όζων, της τοπικής δηλαδή αύξησης του θυρεοειδικού ιστού, έχει πιθανώς γενετική βάση. Όζοι παρατηρούνται συχνά λόγω ανεπάρκειας ιωδίου, σε νόσο Hashimoto ή θυρεοειδίτιδα. Στους παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη όζων συγκαταλέγονται η ακτινοβολία της περιοχής του τραχήλου κατά την παιδική ηλικία, το οικογενειακό ιστορικό και η μεγάλη ηλικία. Οι όζοι εμφανίζονται συχνότερα στις γυναίκες ενώ η παρουσία όζων σε άνδρες συνδέεται συχνότερα με κακοήθεια.

Ποια είναι τα συμπτώματα

Συχνά οι όζοι εντοπίζονται ως τυχαίο εύρημα σε κάποια απεικονιστική εξέταση του τραχήλου, χωρίς να προκαλούν συμπτώματα. Ωστόσο όταν είναι μεγαλύτεροι σε μέγεθος μπορεί να είναι ψηλαφητοί, ορατοί στον λαιμό, να προκαλούν δυσκολία στην κατάποση, βραχνάδα ή πόνο στον λαιμό (παρατηρείται συνήθως μετά από ρήξη κυστικών όζων). Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι όζοι δεν παράγουν θυρεοειδικές ορμόνες (ψυχροί όζοι), κάποιες όμως φορές υπερπαράγουν ορμόνες (λειτουργικοί ή θερμοί όζοι) και αυτό μπορεί να οδηγήσει σε υπερθυρεοειδισμό.

Πώς γίνεται η διάγνωση

Πέρα από ένα λεπτομερές ιστορικό και την κλινική εξέταση, για την διάγνωση των όζων του θυρεοειδούς απαιτούνται εργαστηριακές εξετάσεις για τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών, των αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων και της καλσιτονίνης. Με το υπερηχογράφημα ελέγχεται το μέγεθος, η σύσταση και η αιμάτωση του όζου, ενώ σε περιπτώσεις υπερθυρεοειδισμού πραγματοποιείται και σπινθηρογράφημα για την διάκριση υπερλειτουργικών και μη όζων (θερμών και ψυχρών). Τέλος, όπου απαιτείται ανάλογα με τα υπερηχογραφικά χαρακτηριστικά του όζου, μπορεί να ληφθεί υλικό (βιοψία με αναρρόφηση με λεπτή βελόνα - FNA) για τον αποκλεισμό κακοήθειας.

Πώς αντιμετωπίζονται

Η θεραπεία των όζων του θυρεοειδούς εξαρτάται από το μέγεθος τους και την ενδεχόμενη ύπαρξη τοπικών συμπτωμάτων, τη λειτουργικότητα ή μη και βέβαια από την πιθανότητα κακοήθειας. Καλοήθες όζοι, που δεν υπερπαράγουν θυρεοειδικές ορμόνες ούτε προκαλούν τοπικά συμπτώματα δεν απαιτούν απαραίτητα θεραπεία αλλά συχνούς υπερηχογραφικούς επανελέγχους. Η χορήγηση θυρεοειδικών ορμονών δεν έχει ένδειξη στην αντιμετώπιση των όζων παρά μόνο όταν συνυπάρχει και υποθυρεοειδισμός. Κυστικοί όζοι μπορούν να κενωθούν με βελόνα. Σε περίπτωση υπερλειτουργικών όζων (θερμών) η θεραπεία καθοδηγείται από την αντιμετώπιση του υπερθυρεοειδισμού. Όζοι που προκαλούν τοπικά συμπτώματα, μια καταδυόμενη προς το θώρακα πολυοζώδης βρογχοκήλη, θερμοί όζοι μετά την αποτυχία της συντηρητικής αγωγής και φυσικά όζοι που θεωρούνται ύποπτοι για κακοήθεια λόγω των υπερηχογραφικών χαρακτηριστικών ή κατά την FNA πρέπει να αφαιρούνται χειρουργικά, συχνά με τη συναφαίρεση όλου του οργάνου και συνακόλουθη υποκατάσταση των θυρεοειδικών ορμονών. Στις σχετικά σπάνιες επιπλοκές της θυρεοειδεκτομής συγκαταλέγονται η βραχνάδα λόγω παράλυσης του κάτω λαρυγγικού νεύρου και ο υποπαραθυρεοειδισμός λόγω συναφαίρεσης των παραθυρεοειδών αδένων που απαιτεί δια βίου υποκατάσταση με ασβέστιο και βιταμίνη D.

Μετά από εργαστηριακή εξέταση, ιστολογικά, οι κακοήθεις όζοι διακρίνονται σε τέσσερις κυρίως τύπους. Το θηλώδες καρκίνωμα που είναι και ο συχνότερος ιστολογικός τύπος αναπτύσσεται αργά και μπορεί να επεκταθεί τοπικά στον τράχηλο, συνήθως στους λεμφαδένες ενώ έχει πολύ καλή πρόγνωση. Ο δεύτερος τύπος είναι το θυλακιώδες καρκίνωμα που είναι συχνότερο στις γυναίκες, και έχει επίσης καλή πρόγνωση. Το μυελοειδές καρκίνωμα είναι σπανιότερος όγκος, συχνά κληρονομικός, που απαιτεί γενετικό έλεγχο τόσο του ατόμου όσο και σε κάποιες περιπτώσεις της οικογένειας. Έχει καλή πρόγνωση αν δεν είναι εκτεταμένος κατά τη διάγνωση. Τέλος σπανιότατος κακοήθης όγκος με φτωχή πρόγνωση είναι το αναπλαστικό καρκίνωμα. Η θεραπεία των κακοήθων όγκων του θυρεοειδούς περιλαμβάνει την χειρουργική αφαίρεση του οργάνου και ανάλογα της έκτασης αυτών και αφαίρεση των λεμφαδένων του τραχήλου. Συμπληρωματικά, σε θηλώδη και θυλακιώδη καρκινώματα μπορεί να απαιτηθεί θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο για την εξάλειψη υπολειμμάτων του θυρεοειδικού ιστού που τυχόν έχει διαφύγει. Η συστηματική χημειοθεραπεία ή εξωτερική ακτινοβόληση χρησιμοποιούνται σπάνια, και μόνο στους δυο τελευταίους ιστολογικούς τύπους. 

Σπύρογλου Αριάδνη
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα!