Παραθυρεοειδείς 


Οι παραθυρεοειδείς είναι συνήθως τέσσερεις μικροί αδένες που εντοπίζονται κοντά στην οπίσθια επιφάνεια του θυρεοειδούς. Παράγουν την παραθορμόνη η οποία είναι υπεύθυνη για τον μεταβολισμό του ασβεστίου. Η παραθορμόνη δρά στα οστά, στα νεφρά και ενεργοποιεί την βιταμίνη D. 

Υπερπαραθυρεοειδισμός

Ο πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός χαρακτηρίζεται από την αυτόνομη υπερέκκριση παραθορμόνης, συνήθως με συνοδό υπερασβεστιαιμία, στις περισσότερες περιπτώσεις λόγω ενός μονήρους αδενώματος ή σπανιότερα λόγω υπερπλασίας όλων των παραθυρεοειδών αδένων. Σπανιότατα μπορεί να οφείλεται και σε καρκίνωμα του παραθυρεοειδούς. Ο υπερπαραθυρεοειδισμός κλινικά εμφανίζεται με οστεοπόρωση, εμφάνιση παθολογικών καταγμάτων, με την παρουσία νεφρολιθίασης καθώς και με συμπτώματα από το γαστρεντερικό, όπως ναυτίας, εμετού, πεπτικού έλκους. Τέλος μπορεί να εμφανιστεί και με μη ειδικά συμπτώματα όπως εύκολη κόπωση, δυσκολία συγκέντρωσης ή διαταραχές της διάθεσης. Στον πρωτοπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό παρατηρείται εργαστηριακά αυξημένη τιμή παραθορμόνης καθώς και υπερασβεστιαιμία. Η διερεύνηση του απαιτεί την υπερηχογραφική απεικόνιση του τραχήλου για τον εντοπισμό του αδενώματος ενώ μπορεί να απαιτηθεί και σπινθηρογράφημα sestamibi. Παράλληλα διενεργούνται μέτρηση οστικής πυκνότητας για τον αποκλεισμό οστεοπόρωσης και υπερηχογράφημα νεφρών/ουρητήρων/κύστεως για τον αποκλεισμό νεφρολιθίασης. Η αντιμετώπιση του πρωτοπαθούς υπερπαραθυρεοειδισμού, ανάλογα με την ηλικία του ασθενούς, τα επίπεδα του ασβεστίου του στο αίμα, την ύπαρξη ή μη συνοδών νοσημάτων (οστεοπόρωση, νεφρολιθίαση, μείωση της νεφρικής λειτουργίας κλπ.) μπορεί να απαιτεί την χειρουργική εξαίρεση του αδενώματος, την απλή παρακολούθηση ή σε κάποιες επιλεγμένες περιπτώσεις την φαρμακευτική αντιμετώπιση με ασβεστιομιμητικούς παράγοντες.

Υποπαραθυρεοειδισμός

Ο υποπαραθυρεοειδισμός χαρακτηρίζεται από την παθολογικά χαμηλή έκκριση παραθορμόνης. Συχνότερο αίτιό του είναι η χειρουργική εξαίρεση των παραθυρεοειδών αδένων, υπάρχουν ωστόσο και γενετικά αίτια όσο και υποπαραθυρεοειδισμός αυτοάνοσης αιτιολογίας αλλά και σπανιότερα αίτια. Συνήθη κλινικά συμπτώματα είναι μουδιάσματα, κράμπες, σπασμοί, αδυναμία και κόπωση. Σπανίως εμφανίζονται επιληπτικοί σπασμοί, κρίσεις τετανίας με δυσκολία στην αναπνοή ή καρδιακές αρρυθμίες. Παράλληλα παρατηρείται και διαταραχή της αρχιτεκτονικής των οστών, παρά την συνήθως φυσιολογική ή και αυξημένη οστική πυκνότητα. Εργαστηριακά διαπιστώνεται χαμηλή τιμή παραθορμόνης και υπασβεστιαιμία ενώ είναι χρήσιμος και ο προσδιορισμός των επιπέδων μαγνησίου, φωσφόρου και βιταμίνης D. Η αντιμετώπιση αρχικά περιλαμβάνει υποκατάσταση με ασβέστιο σε συνδυασμό με ενεργές μορφές βιταμίνης D και απαιτεί στενή παρακολούθηση των επιπέδων του ασβεστίου στο αίμα και στα ούρα.

Σπύρογλου Αριάδνη
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα!