Οστεοπόρωση


Τι είναι

Η οστεοπόρωση είναι μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από χαμηλή πυκνότητα οστού με παράλληλη διαταραχή της αρχιτεκτονικής του δομής. Φυσιολογικά η οστική μας μάζα αυξάνεται προοδευτικά κατά την παιδική και εφηβική μας ηλικία ενώ φτάνει στο μέγιστο περίπου στο 25ο έτος της ηλικίας μας. Μετά από μια σύντομη περίοδο σταθεροποίησης, περίπου το 30ο έτος αρχίζει η προοδευτική απώλεια οστικής μάζας. Τα οστά μας υφίστανται μια διαρκή αποδόμηση και επαναδόμηση για να βελτιστοποιήσουν την αντοχή τους. Όταν όμως ο ρυθμός καταστροφής υπερβαίνει τον ρυθμό δημιουργίας νέου οστού τότε έχουμε απώλεια οστικής μάζας, η οποία προοδευτικά οδηγεί σε οστεοπόρωση.

Ποιοι είναι οι παράγοντες κινδύνου

Οι γυναίκες εμφανίζουν συχνότερα οστεοπόρωση από τους άνδρες. Παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση μετεμμηνοπαυσιακής οστεοπόρωσης, πέρα από το φύλο, αποτελούν η μεγάλη ηλικία, το οικογενειακό ιστορικό οστεοπόρωσης και παθολογικών καταγμάτων, η πρόωρη εμμηνόπαυση, το χαμηλό σωματικό βάρος, το ατομικό ιστορικό καταγμάτων στην ενήλικη ζωή. Μια διατροφή χαμηλή σε ασβέστιο και βιταμίνη D, το κάπνισμα, η κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων αλκοόλ, η αμηνόρροια σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, λόγω της αντίστοιχης μείωσης των οιστρογόνων, η χαμηλή τεστοστερόνη στους άνδρες, η νευρική ανορεξία αλλά και μια σειρά άλλων παραγόντων επηρεάζουν αρνητικά την οστική πυκνότητα. Η οστεοπόρωση των ηλικιωμένων εμφανίζεται μετά τα 70 έτη και μπορεί να επηρεάσει και τα δύο φύλα. Δευτεροπαθής οστεοπόρωση παρατηρείται σε άτομα που λαμβάνουν χρόνια θεραπεία με γλυκοκορτικοειδή, που πάσχουν από ρευματοειδή αρθρίτιδα, σύνδρομα δυσαπορρόφησης, υπερθυρεοειδισμό, υπερπαραθυρεοειδισμό, υπερκορτιζολαιμία, υπογοναδισμό, έλλειψη αυξητικής ορμόνης.

Ποια είναι τα συμπτώματα

Η οστεοπόρωση είναι στα αρχικά στάδια μια ασυμπτωματική νόσος. Συχνά η πρώτη εκδήλωση είναι ένα παθολογικό κάταγμα, δηλαδή ένα κάταγμα που προκαλείται από χαμηλή βία, συνήθως των σπονδύλων, του ισχίου ή του καρπού. Τα κατάγματα της σπονδυλικής στήλης πέρα από πόνο προκαλούν και απώλεια ύψους ή και κύφωση ενώ τα κατάγματα ισχίου έχουν συχνά σαν συνέπεια την ακινητοποίηση του ασθενούς με σημαντική πρόκληση αναπηρίας ακόμα και μείωση του προσδόκιμου ζωής.

Πώς γίνεται η διάγνωση

Για την διάγνωση της οστεοπόρωσης πραγματοποιείται η μέτρηση οστικής πυκνότητας. H μέτρηση οστικής πυκνότητας πραγματοποιείται με την μέθοδο dual-energy x-ray absorptiometry (DXA) ενώ οι συνήθεις θέσεις μέτρησης είναι η οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης και το ισχίο. Αν η μέτρηση σε αυτές τις θέσεις δεν είναι εφικτή, αύτη μπορεί να διενεργηθεί στο άνω άκρο και συγκεκριμένα στο άπω τριτημόριο της κερκίδας, κοντά στον καρπό. Για την μέτρηση χρησιμοποιείται ακτινοβολία-Χ, ωστόσο η δόση της έκθεσης είναι πολύ μικρή και συγκεκριμένα σημαντικά μικρότερη από μια απλή ακτινογραφία θώρακα.

Ο κάθε εξεταζόμενος, με βάση τα αποτελέσματα της μέτρησης μπορεί να καταταχθεί σε τρεις κατηγορίες οστικής πυκνότητας: φυσιολογική (T-score: άνω του -1.0 ), οστεοπενία (T-score: -1.0 ως -2.5), οστεοπόρωση (T-score: μικρότερο του -2.5). Ο δεκαετής ατομικός καταγματικός κίνδυνος μπορεί να μετρηθεί χρησιμοποιώντας το υπολογιστικό εργαλείο FRAX (Fracture Risk Assessment Tool) του Πανεπιστημίου του Sheffield, το οποίο συνεκτιμά πολλούς διαφορετικούς παράγοντες κινδύνου, όπως προγενέστερο κάταγμα, οικογενειακό ιστορικό καταγμάτων ισχίου, χρήση γλυκοκορτικοειδών, έντονο κάπνισμα, υπερβολική πρόσληψη αλκοόλ, ρευματοειδής αρθρίτιδα. Το εργαλείο αυτό είναι ιδιαίτερα χρήσιμο για την εκτίμηση ανάγκης συστηματικής αντι-οστεοπορωτικής αγωγής σε άτομα με οστεοπενία.

Σύμφωνα με τις ελληνικές κατευθυντήριες οδηγίες, σε μέτρηση οστικής πυκνότητας πρέπει να υποβάλλονται όλοι οι άνδρες και γυναίκες άνω των 65 ετών, άτομα μεταξύ 50 και 64 ετών που έχουν έναν οι περισσότερους κινδύνους που περιλαμβάνονται στο εργαλείο FRAX καθώς και άτομα μεγαλύτερα των 40 ετών που έχουν υποστεί κάταγμα χαμηλής βίας, πρώιμη εμμηνόπαυση (<45 ετών), πάσχουν από σύνδρομα δυσαπορρόφησης, πρωτοπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό, ρευματοειδή αρθρίτιδα, σύνδρομο Cushing, σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, ή λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή με γλυκοκορτικοειδή ή αναστολείς της αρωματάσης κλπ.

Πέρα από το ιστορικό και την κλινική εξέταση, ο εργαστηριακός έλεγχος για τη διερεύνηση της οστεοπόρωσης περιλαμβάνει τη γενική αίματος, τη μέτρηση ΤΚΕ, ασβεστίου, φωσφόρου, κρεατινίνης, αλκαλικής φωσφατάσης, TSH, 25-υδροξυ-βιταμίνης D αίματος και ασβέστιο ούρων 24-ώρου.

Πώς προλαμβάνεται και πώς αντιμετωπίζεται

Αν και για την εμφάνιση της οστεοπόρωσης ενοχοποιείται και η κληρονομική προδιάθεση, είναι πολλοί οι παράγοντες κινδύνου που μπορούμε να επηρεάσουμε. Η αποφυγή του καπνίσματος, η ελαχιστοποίηση της κατανάλωσης αλκοόλ, η συστηματική σωματική άσκηση και η ισορροπημένη διατροφή συμβάλλουν στην πρόληψη της οστεοπόρωσης.

Το ασβέστιο είναι σημαντικό για την υγεία των οστών και τρόφιμα που είναι πλούσια σε ασβέστιο όπως γαλακτοκομικά προϊόντα (γάλα, γιαούρτι, τυρί) αλλά και πράσινα λαχανικά θα πρέπει να καταναλώνονται στα πλαίσια μιας ισορροπημένης διατροφής. Η συνιστώμενη κατανάλωση ασβεστίου φτάνει τα 1000-1200 mg ημερησίως και αν δεν καλύπτεται από τη διατροφή πρέπει να ληφθεί με τη μορφή συμπληρωμάτων διατροφής.

Η βιταμίνη D είναι επίσης ιδιαίτερα σημαντική για την υγεία των οστών διότι συμβάλλει στην απορρόφηση ασβεστίου και στη διατήρηση του ισοζυγίου ασβεστίου αίματος και οστών. Πηγές βιταμίνης D αποτελούν τα λιπαρά ψάρια, όπως σολομός, σαρδέλα, το κόκκινο κρέας, το συκώτι, τα αυγά. Η βιταμίνη D ενεργοποιείται στο δέρμα μας με τη βοήθεια της ηλιακής ακτινοβολίας. Καθημερινά απαιτείται έκθεση 15 λεπτών στον ήλιο, χωρίς αντηλιακό για να διατηρηθούν τα επίπεδά της φυσιολογικά. Η συνιστώμενη πρόσληψη βιταμίνης D ημερησίως είναι 400-800 IU, καθώς αυτό όμως συχνά δεν επιτυγχάνεται, τότε συστήνεται η καθημερινή λήψη συμπληρώματος βιταμίνης D.

Κάποιες φορές όμως, μια καλά ισορροπημένη διατροφή με τροφές πλούσιες σε ασβέστιο, καθώς και συμπληρώματα ασβεστίου και βιταμίνης D, μπορεί να μην επαρκεί για την προστασία των οστών. Ειδική αντιοστεοπορωτική αγωγή συνίσταται σε άτομα με διαγνωσμένη οστεοπόρωση (T-score < -2.5), με οστεοπενία και 10-ετή καταγματικό κίνδυνο με βάση το FRAX εργαλείο >10% για μείζον κάταγμα. Αυτή συνίσταται στον συνδυασμό της επαρκούς διαιτητικής ή και φαρμακευτικής πρόσληψης ασβεστίου (απαιτούμενη συνολική ημερήσια πρόσληψη 1200 mg) και 400-800 IU βιταμίνης D με παράγοντες όπως διφωσφονικά, denosumab κλπ. Η ειδική αντιοστεοπορωτική αγωγή επιλέγεται με βάση το προφίλ των ενδείξεων κάθε ουσίας (στην πρόληψη για σπονδυλικά, μη σπονδυλικά ή κατάγματα ισχίου) και των ανεπιθύμητων ενεργειών τους ενώ ο επανέλεγχος με μέτρηση οστικής πυκνότητας συστήνεται κάθε 1 με 2 έτη. 

Σπύρογλου Αριάδνη
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα!